- μαρκιούμαι
- μηρυκάζω, αναμασώ: Ορισμένα θηλαστικά μαρκιούνται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαρκιούμαι — αναμασώ, αναχαράζω, μηρυκάζω … Dictionary of Greek